- σπευστικός
- σπευσ-τικός, ή, όν,A hasty, Arist.EN1125a14. Adv.
-κῶς EM738.27
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς EM738.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπευστικός — hasty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek
σπευστικόν — σπευστικός hasty masc acc sg σπευστικός hasty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστική — σπευστικός hasty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικήν — σπευστικός hasty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικῶς — σπευστικός hasty adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικώς — Α επίρρ. βλ. σπευστικός … Dictionary of Greek